- κρυφαναβρύζω
- (για υγρό) αναβρύζω από αφανή πηγή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυφ(ο)- — (AM κρυφ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που σημαίνουν ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται κρυφά, συγκεκαλυμμένα, με τρόπο ώστε να μην γίνει αντιληπτό (πρβλ. κρυφο γελώ, κρυφο λαλιά). Προέρχεται από το επίθετο… … Dictionary of Greek
κρυφανάβρυσμα — το [κρυφαναβρύζω] η ανάβλυση νερού ή άλλου υγρού από πηγή που δεν φαίνεται … Dictionary of Greek